έντερο
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
Greek Monolingual
και άντερο, το (AM ἔντερον)
το σωληνοειδές τμήμα του πεπτικού συστήματος από τον στόμαχο ώς τον πρωκτό
αρχ.-μσν.
φρ. «ἔντερα γῆς»
α) τα σκουλήκια
β) άνθρωποι χαμερπείς και τιποτένιοι
αρχ.
1. χορδή τόξου κατασκευασμένη από έντερο
2. μήτρα, κοιλιά
3. το εσωτερικό τών καρπών
4. φρ. «ἐπὶ μετρίῳ ἐντέρῳ» — με ολιγοφαγία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λέξη, που από την Αρχαία δήλωνε τα εντόσθια, ταυτίζεται μορφολογικά και σημασιολογικά με αρμεν. ∂nderk', -ac, αρχ. ισλ. i∂ar. Η πρωταρχική γενική σημ. «εσωτερικός» απαντά στα αρχ. ινδ. antara-, αβεστ. antara-, λατ. interior καθώς και στα επίρρ. αρχ. ινδ. antar, λατ. inter. Ο τ. ανάγεται σε ΙE en (βλ. εν) και εμφανίζει το επίθημα του συγκριτικού βαθμού -tero-].