δέρις
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
ιος, ἡ,
A = δέρη, Alciphr.1.28, Hsch. II = δέρρις, Poll.2.235.
German (Pape)
[Seite 548] ιος, ἡ, = δέρη, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
δέρις: -ιος, ἡ, = δέρη, Ἡσύχ. ΙΙ. = δέρρις, Πολυδ. Β', 235.
Spanish (DGE)
-ιος, ἡ
cuello prob. f.l. por δέρη en Alciphr.2.7.1, cf. Hsch. < δέρις Δερίς > δέρις
v. δέρρις.
Greek Monolingual
δέρις (-ιος), η (Α)
1. η δέρη
2. η δέρρις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του δέρη, αναλογικά προς το ράχις].