έργμα

Revision as of 08:56, 23 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

(I)
ἔργμα, τὸ (Α)
έργο, πράξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο του αοριστικού θ. του έρδω «εργάζομαι, πράττω» (πρβλ. μέλλ. έρξω < έργ-σω, παρακμ. έ-οργ-α)].———————— (II)
ἕργμα, τὸ (Α)
φραγμός, περίφραγμα («πρὸς ἕργμα τυμβόχωστον ἔχομαι τάφου», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράγωγο του εἵργω, δασυνομένου τ. του εἴργω.