ἑτερόκαρπος

From LSJ
Revision as of 15:39, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόκαρπος Medium diacritics: ἑτερόκαρπος Low diacritics: ετερόκαρπος Capitals: ΕΤΕΡΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: heterókarpos Transliteration B: heterokarpos Transliteration C: eterokarpos Beta Code: e(tero/karpos

English (LSJ)

ον,

   A bearing different fruit, of grafts, Hp.Nat.Puer. 26.

German (Pape)

[Seite 1048] andere Früchte tragend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόκαρπος: -ον, φέρων ἀλλοίους, διαφόρους καρπούς, ἐπὶ ἐνθέτων δένδρων, Ἱππ. 245. 34.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἑτερόκαρπος, -ον)
(για δέντρα) αυτός που παράγει καρπούς διαφόρων ειδών ή, στον ίδιο καρπό, σπέρματα διαφορετικής μορφής.