αεριοποιώ
From LSJ
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
(-έω)
μετατρέπω στερεά ή υγρά καύσιμα σε αέρια καύσιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αέριο + ποιώ
απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. gazeifier.
ΠΑΡ. αεριοποίηση, αεριοποιητικός].