Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
ἄζυξ, (-υγος), ο, η, το (AM)
1. αυτός που δεν αποτελεί ζεύγος με άλλον
2. που μπήκε σε ζυγό, άγαμος
3. απομονωμένος, μοναχός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + -ζυξ < ἐζύγην, παθητ. αόρ. β΄ του ρ. ζεύγνυμι.