ευμηχανία

From LSJ
Revision as of 12:25, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121

Greek Monolingual

εὐμηχανία και δωρ. τ. εὐμαχανία, η (Α) ευμήχανος
1. επιτηδειότητα στην επινόηση μέσων
2. εφευρετική ικανότητα («ὁ μὲν δίκαια ἔπασχεν ἀπολαύων τῆς αὐτοῦ εὐμηχανίας», Λουκιαν.)
3. φρ. «τύχης εὐμηχανία» — η ευπορία της τύχης.