εὐέκφορος

From LSJ
Revision as of 06:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐέκφορος Medium diacritics: εὐέκφορος Low diacritics: ευέκφορος Capitals: ΕΥΕΚΦΟΡΟΣ
Transliteration A: euékphoros Transliteration B: euekphoros Transliteration C: evekforos Beta Code: eu)e/kforos

English (LSJ)

ον,

   A bringing forth timely births, γυναῖκες Arist.HA584b7.    II easy to pronounce, Phld.Po.1676.8:—hence εὐεκ-φορία, ἡ, ibid.

German (Pape)

[Seite 1064] (die Leibesfrucht) leicht austragend, Arist. H. A. 7, 4.

Greek (Liddell-Scott)

εὐέκφορος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ῥᾳδίως κυοφοροῦσα καὶ τίκτουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 4, 11.

Greek Monolingual

εὐέκφορος, -ον (Α)
1. (για γυναίκα) αυτή που έχει εύκολο τοκετό
2. εύκολος στην προφορά, στην απαγγελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έκ-φορος (< εκ-φέρω)].

Russian (Dvoretsky)

εὐέκφορος: adj. f легко рожающая (γυναῖκες Arst.).