οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
ἔχθος, τὸ (ΑΜ)
μίσος, έχθρα, εχθρότητα («ἔχθεα λυγρά», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
το αντικείμενο του μίσους ή της έχθρας («ὦ πλεῑστον ἔχθος ὄνομα Σαλαμῑνος κλύειν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Βλ. λ. εχθρός].