αιματοστάτης

From LSJ
Revision as of 22:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441

Greek Monolingual

ή αιμοστάτης και ματοστάτης, ο
αιματόπετρα, ημιπολύτιμος λίθος (ποικιλία του αιματίτη).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αίμα, -ατος + -στάτης < ρ. στέκω.
ΠΑΡ. αιματοστάτι].