άιντε

From LSJ
Revision as of 21:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και άντε πληθ. αϊντέστε και αντέστε
(επιφώνημα παρακελευσματικό) ας, έλα, ελάτε, εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < άγετε, προστακτ. του ρήμ. άγω].