τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
εὐρυχαδής, -ές (Α)(για ποτήρι) με πλατύ στόμιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χαδής < θ. χαδ- (πρβλ. έχαδ-ον) του χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω» (πρβλ. εγ-χαδής)].