ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
εὐρυχαδής, -ές (Α)(για ποτήρι) με πλατύ στόμιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + -χαδής < θ. χαδ- (πρβλ. έχαδον) του χανδάνω «περιλαμβάνω, περιέχω» (πρβλ. εγχαδής)].