ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well
-άω1. είμαι θαμπός, θολός2. (για το φως της ημέρας και τις φωτιζόμενες εκτάσεις) είμαι σκιερός, δεν φαίνομαι καθαρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θαμπός + -κοπώ (πρβλ. βρομο-κοπώ, γλεντο-κοπώ].