ἡμίθνητος
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
ον,
A half-mortal, of the Dioscuri, Lyc.511, cf. Gal.17(1).235. 2 half-dead, LXXWi.18.18.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίθνητος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ θνητός, ἐπὶ τῶν Διοσκούρων, Λυκ. 511· ― κατὰ τὸ ἥμισυ νεκρός, Ἑβδ.
Greek Monolingual
ἡμίθνητος, -ον (Α)
1. (για τους Διόσκουρους) αυτός που είναι κατά το ήμισυ θνητός
2. σχεδόν νεκρός, ετοιμοθάνατος.