θελητός

From LSJ
Revision as of 10:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελητός Medium diacritics: θελητός Low diacritics: θελητός Capitals: ΘΕΛΗΤΟΣ
Transliteration A: thelētós Transliteration B: thelētos Transliteration C: thelitos Beta Code: qelhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A wished for, desired, LXX 1 Ki. 15.22,Ma.3.12.

German (Pape)

[Seite 1192] gewollt, gewünscht, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

θελητός: -ή, -όν, ἐπιθυμητός, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ιε΄, 32, γῆ Μαλαχ. γ΄, 12).

Greek Monolingual

θελητός, -ή, -όν (AM) θέλω
επιθυμητός
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το θελητόν
η επιθυμία, το θέλημα.
επίρρ...
θελητῶς (Α)
εκουσίως, θεληματικά.