ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
ἰοβάφινος, -ον (Μ)
ιοβαφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + βάφ-ινος (< θ. βαφ- του βαφή + -ινος), πρβλ. ξύλ-ινος, πέτρινος.