ἰδίᾳ

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

German (Pape)

[Seite 1235] s. ἴδιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδίᾳ: ἴδε ἴδιος VI. 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
v. ἴδιος.

Greek Monolingual

επίρρ. βλ. ίδιος (II).

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰδίᾳ, Α και ιων. τ. ἰδίῃ) επίρρ. ιδιαιτέρως, χωριστάοὔτε ἰδίᾳ οὔτε ἐν κοινῷ», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δοτικοφανές επίρρ. σχηματισμένο από το θηλ. ιδία του επιθ. ίδιος].