ἰδίᾳ
From LSJ
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
German (Pape)
[Seite 1235] s. ἴδιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδίᾳ: ἴδε ἴδιος VI. 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
v. ἴδιος.
Greek Monolingual
επίρρ. βλ. ίδιος (II).
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰδίᾳ, Α και ιων. τ. ἰδίῃ) επίρρ. ιδιαιτέρως, χωριστά («οὔτε ἰδίᾳ οὔτε ἐν κοινῷ», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δοτικοφανές επίρρ. σχηματισμένο από το θηλ. ιδία του επιθ. ίδιος].