ἱμαλιά
German (Pape)
[Seite 1252] ἡ, Uebermaaß an Mehl, VLL. ἐπίμετρον τῶν ἀλεύρων; nach Hesych. auch ὁ ἀπὸ τῶν ἀχύρων χνοῦς καὶ περιουσία, also übh. Ueberfluß.
Greek Monolingual
ἱμαλιά, ἡ (Α)
η άχνη από το αλεύρι κατά το άλεσμα, η πασπάλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα sei- / sī- «κοσκινίζω» και εμφανίζει επίθημα -μαλ-, που μαρτυρείται και στο αρμαλιά].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: heap of meal, flour, abundance', after H. = τὸ ἐπίμετρον τῶν ἀλεύρων. ἐπιγέννημα ἀλετρίδος. καὶ ὁ ἀπὸ τῶν ἀχύρων χνοῦς. καὶ περιουσία.
Derivatives: ἱμαλίς, -ίδος f. yield (of meal) etc., after H. = νόστος, δύναμις, ἐπικαρπία, ἡδονή, ἀπαρχη τῶν γινομένων; thus Trypho ap. Ath. 14, 618d (Dorian word); also song of the mill, ἐπιμύλιος ᾠδή (H., Poll.) and as surname of Demeter in Syracuse (Polem. Hist. 39). - Adj. ἱμάλιος, after H. = πολύς, ἱκανός, νόστιμος etc., also as month-name in Hierapytna (GDI 5040, 4).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Popular terms of agriculture, that occur rarely in the literature. With ἱμαλιά cf. first ἁρμαλιά distributed food, portion, ἀχυρμιά heap of chaff, φυταλιά plants in the garden a. o.; ἱμαλίς is recalled by τροφαλίς fresh cheese, μολυβδίς clump of lead (Chantr. Form. 342ff.). The basis will have been a primary μαλ-deriv. (`to sieve, sieved meal') (see μάλευρον) from a verb sieve, s. ἠθέω with further connections; cf. also the lit. on ἁρμαλιά. - On Lat. simila finest flour of wheat s. σεμίδαλις.