ινωδογόνο

From LSJ
Revision as of 10:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

το
γλυκοπρωτεΐνη που απαντά στο πλάσμα του αίματος, στη λέμφο και στα αιμοπετάλια και που μεταβάλλεται σε ινώδες κατά την πήξη του αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. fibrinogen < fibrin «ινώδες» + -gen «-γονο» < γίγνομαι.