ἰδίᾳ
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
German (Pape)
[Seite 1235] s. ἴδιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδίᾳ: ἴδε ἴδιος VI. 2.
French (Bailly abrégé)
adv.
v. ἴδιος.
Greek Monolingual
επίρρ. βλ. ίδιος (II).
Greek Monolingual
(ΑΜ ἰδίᾳ, Α και ιων. τ. ἰδίῃ) επίρρ. ιδιαιτέρως, χωριστά («οὔτε ἰδίᾳ οὔτε ἐν κοινῷ», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δοτικοφανές επίρρ. σχηματισμένο από το θηλ. ιδία του επιθ. ίδιος].
Greek Monotonic
ἰδίᾳ: βλ. ἴδιος IV. 2.