ἰδίᾳ

From LSJ
Revision as of 19:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)

Source

German (Pape)

[Seite 1235] s. ἴδιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδίᾳ: ἴδε ἴδιος VI. 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
v. ἴδιος.

Greek Monolingual

επίρρ. βλ. ίδιος (II).

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰδίᾳ, Α και ιων. τ. ἰδίῃ) επίρρ. ιδιαιτέρως, χωριστάοὔτε ἰδίᾳ οὔτε ἐν κοινῷ», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δοτικοφανές επίρρ. σχηματισμένο από το θηλ. ιδία του επιθ. ίδιος].

Greek Monotonic

ἰδίᾳ: βλ. ἴδιος IV. 2.