ἰσχυροπαίκτης
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who plays valiantly, IG14.1535, Delph.3(1).216, Vett.Val.4.17.
Greek Monolingual
ἰσχυροπαίκτης, ὁ (Α)
αυτός που εμφανίζεται σε θεάματα επίδειξης σωματικής ρώμης.