ισολογισμός

From LSJ
Revision as of 10:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Greek Monolingual

ο
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ισολογίζω, η καταγραφή και σύγκριση εσόδων και εξόδων
2. συνοπτικός πίνακας που συντάσσεται σύμφωνα με τους κανόνες της λογιστικής και παρουσιάζει τη συνολική περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός κράτους με συγκριτική παράθεση τών στοιχείων ενεργητικού και παθητικού (εσόδων και εξόδων).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. bilancio pareggiamento saldo. Η λ. μαρτυρείται από το 1813 στον Αδ. Κοραή].