έρμαιο
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
το (AM ἕρμαιον)
μσν.- νεοελλ.
οτιδήποτε παρασύρεται χωρίς τη θέλησή του από κάποιον, το θύμα, το παίγνιο (α. «άνθρωπος έρμαιο τών παθών του» β. «πλοίο έρμαιο τών κυμάτων»)
νεοελλ.
κάθε αδέσποτο αντικείμενο που φέρεται εδώ κι εκεί από τα κύματα ή εκβράζεται στην ακτή (συντρίμμια από ναυάγιο, κοχύλια κ.λπ.)
αρχ.-μσν.
ανέλπιστο, θεόπεμπτο δώρο, απροσδόκητη τύχη
αρχ.
1. δώρο του θεού Ερμή
2. ο έρμαξ
3. τύμβος
4. το φυτό αλόη
5. στον πληθ. τὰ ἕρμαια
αγωνιστικές γιορτές νέων που γίνονταν προς τιμήν του Ερμή
6. τὸ Ἕρμαιον
ιερό του Ερμή
7. φρ. «κοινὸν τὸ ἕρμαιον» — πράγμα που βρίσκουν δύο ή περισσότεροι άνθρωποι μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. ερμα- (του Ερμής) + -ιόν].