ἰσόπλαστος
From LSJ
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
ον, A gloss on ἀντίπλαστος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόπλαστος: -ον, ὅμοιος, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντίπλαστος.
Greek Monolingual
ἰσόπλαστος, -ον (Α)
ίσος, όμοιος, όμοια πλασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. ιδιό-πλαστος, σιδηρό-πλαστος].