ἰσόπλαστος

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόπλαστος Medium diacritics: ἰσόπλαστος Low diacritics: ισόπλαστος Capitals: ΙΣΟΠΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: isóplastos Transliteration B: isoplastos Transliteration C: isoplastos Beta Code: i)so/plastos

English (LSJ)

ἰσόπλαστον, gloss on ἀντίπλαστος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόπλαστος: -ον, ὅμοιος, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντίπλαστος.

Greek Monolingual

ἰσόπλαστος, -ον (Α)
ίσος, όμοιος, όμοια πλασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. ιδιόπλαστος, σιδηρόπλαστος].