καταίβασις
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
εως, ἡ, poet. for κατάβασις, AP11.23 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
καταίβᾰσις: -εως, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ κατάβασις, Ἀνθ. Π. 11. 23.
Greek Monolingual
καταίβασις, ἡ (Α)
μετάβαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. του κατάβασις. Το καται- πιθ. κατ' επίδραση του καται-βάτης.
Greek Monotonic
καταίβᾰσις: -εως, ἡ, ποιητ. αντί κατάβασις, σε Ανθ.