κανθηλικός

From LSJ
Revision as of 18:08, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανθηλικός Medium diacritics: κανθηλικός Low diacritics: κανθηλικός Capitals: ΚΑΝΘΗΛΙΚΟΣ
Transliteration A: kanthēlikós Transliteration B: kanthēlikos Transliteration C: kanthilikos Beta Code: kanqhliko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A belonging to a pack-saddle, σαγή prob. in PGoodsp.Cair.30xxxviii 16 (ii A. D.).

Greek Monolingual

κανθηλικός, -ή, -όν (Α) κανθήλιον
αυτός που αναφέρεται στο κανθήλιο, στον όνο («τιμή σάγης κανθηλικῆς» — αξία σάγματος, σαμαριού όνου].