θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Full diacritics: κανθηλικός | Medium diacritics: κανθηλικός | Low diacritics: κανθηλικός | Capitals: ΚΑΝΘΗΛΙΚΟΣ |
Transliteration A: kanthēlikós | Transliteration B: kanthēlikos | Transliteration C: kanthilikos | Beta Code: kanqhliko/s |
ή, όν,
A belonging to a pack-saddle, σαγή prob. in PGoodsp.Cair.30xxxviii 16 (ii A. D.).
κανθηλικός, -ή, -όν (Α) κανθήλιον
αυτός που αναφέρεται στο κανθήλιο, στον όνο («τιμή σάγης κανθηλικῆς» — αξία σάγματος, σαμαριού όνου].