κανθήλιο
κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs
Greek Monolingual
το (Α κανθήλιον)
νεοελλ.
ναυτ. το στέγασμα που προφυλάσσει το πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας τμήμα τών παλαιών τροχήλατων ατμοπλοίων, κν. φούσκα.
αρχ.
1. σαμάρι υποζυγίου
2. αρχιτ. μικρό δοκάρι της στέγης προσαρμοσμένο πλάγια στην κύρια δοκό, στρωτήρας, δοκίδα
3. στον πληθ. τά κανθήλια
α) τα μεγάλα καλάθια, τα κοφίνια που κρέμονται από τη μια και την άλλη πλευρά του σαμαριού
β) (γενικά) μεγάλα κοφίνια που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά γεωργικών προϊόντων
3. (κατά τον Ησύχ.) «κανθήλια τὰ ἐν τῆ πρύμνη τῆς νεὼς ἐπικαμπῆ ξύλα, τιθέμενα πρὸς σκηνοπήγια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κάνθ-ων (ονομασία του γαϊδάρου) + -ηλ-ια (πρβλ. γαμ-ήλ-ιος, κειμ-ήλ-ια), δεν αποκλείεται όμως και η υποχωρητική παραγωγή του τελευταίου από τα κανθήλια, τα κοφίνια εκατέρωθεν του σαμαριού. Αβέβαιη η σχέση του με το κανθό. Ίσως η ρίζα του κανθ- να είναι προελληνική. Τέλος, το λατ. cantherius «ευνουχισμένο άλογο», αποτελεί πιθ. δάνειο από την ελλ., αν δεν πρόκειται για παράλληλο δανεισμό τών δύο γλωσσών από το μεσογειακό γλωσσικό υπόστρωμα].