τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
καταδοκῶ, -έω (Α)1. υποθέτω, υποψιάζομαι κάτι σε βάρος κάποιου2. εικάζω3. παθ. καταδοκοῦμαι, -έομαια) μέ υποψιάζονταιβ) αναγνωρίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δοκῶ «νομίζω»].