τρίγων
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
ωνος, ὁ, prob.
A a game at ball (cf. Lat. tr[icaron]gon), Hdn.Gr.1.23.
Greek (Liddell-Scott)
τρίγων: -ωνος, ὁ, ἐν Χοιροβ. Καν. σ. 74, πιθαν. παιδιὰ διὰ σφαίρας, σφαιρισμός, πρβλ. Bentl. εἰς Ὁρατ. 1 Sat. 6, 126.