κιχόριο
From LSJ
Greek Monolingual
ή κιχώριο
το (Α κιχόριον)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη αστερώδη, οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει σημαντικά από οικονομική άποψη είδη, όπως είναι τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες: α) αντίδι ή ραδίκι ή πικραλίδα ή πικρομάρουλο ή πικροράδικο, β) αντίδι, γ) σταμνάγκαθο ή θαλασσοράδικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίχορα + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. λόγ-ιον, πόδ-ιον].