δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
καύχα 1 vaunt θεσπεσία δ' ἐπέων καύχας ἀοιδὰ πρόσφορος (καύχαις coni. Benedictus: ἡ διὰ τῆς καυχήσεως ᾠδή. Σ.) (N. 9.7)
η (Μ καύχα)βλ. καύκα.
καύχα: ἡ (только pl.) хвастовство, похвальба Pind.