τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
η
1. εμβολιασμός δέντρου, κέντρωμα
2. το μέρος του δένδρου στο οποίο τοποθετείται το κέντρωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρωμα + κατάλ. -άδα, πρβλ. ασκημ-άδα, χαραμ-άδα].