πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers
[Seite 1460] τό, Saffloröl, Diosc.
κνηκέλαιον: (οὐχὶ κνικ), τό, ἔλαιον τοῦ κνήκου, Διοσκ. 1. 44.
κνηκέλαιον, τὸ (Α)το λάδι της κνήκου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῆκος + ἔλαιον.