κρεανομώ

From LSJ
Revision as of 16:32, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118

Greek Monolingual

κρεανομῶ και κρεωνομῶ, -έω (Α) κρεανόμος
1. διανέμω κρέας, μοιράζω κομμάτια κρέατος, ιδίως από τα θύματα της θυσίας
2. κόβω σε κομμάτια, διαχωρίζω, διαμοιράζω («κρεανομῶν τὰ σώματα», Διόδ.)
3. μέσ. κρεανομοῦμαι, -έομαι
μοιράζομαι κάτι με άλλους («αἱ δ' ἄλλαι τὰ περισσὰ κρεανομέοντο γυναῑκες», Θεόκρ.).