κοιλοφθαλμιώ
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
Greek Monolingual
κοιλοφθαλμιῶ, -άω (Α) κοιλόφθαλμος
έχω κοίλα, βαθουλωτά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλόφθαλμος (αντί κοιλοφθαλμώ) με επίδραση άλλων ρηματικών συνθέτων του οφθαλμός (πρβλ. εποφθαλμιώ, ψωροφθαλμιώ)].