ενναίω
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Greek Monolingual
ἐννιαίω (Α) ναίω
1. κατοικώ, μένω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ἐκεῖ χώρας ἀλάστωρ οὑμὸς ἐνναίων ἀεί», Σοφ.)
2. ίδια σημ. και το μέσ. και παθ. (α. «τῷ σφε καὶ ἰχθυοβολῆες ἁλίπλοοι ἐννάσαντο» — εκεί και οι ψαράδες που πλέουν στη θάλασσα, Καλλιμ.
β. «ἔνθα καὶ ἐννάσθη» — όπου και αποικίστηκε, διέμεινε, Απολλ. Ρόδ.).