κωμωδώ
From LSJ
Greek Monolingual
(Α κωμῳδῶ, -έω) κωμωδός
διακωμωδώ, γελοιοποιώ κάποιον («οὐδ' ὑμᾱς πεῑσαι... ἀλλ' ἐμὲ κωμῳδεῖν βουλόμενος», Λυσ.)
αρχ.
1. είμαι συγγραφέας κωμωδίας ή ηθοποιός που παίζει σε κωμωδίες
2. σατιρίζω κάποιον από τη σκηνή του θεάτρου («ὡς κωμῳδεῑ τὴν πόλιν ἡμῶν», Αριστοφ.)
3. εισάγω χωρίο ἡ ρητό σε κωμωδία
4. φρ. «κωμῳδῶ τὰ δίκαια» — λέω τα δίκαια σε σάτιρα.