ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
ταζωολ. φύλο υδρόβιων ασπόνδυλων που παλιότερα κατατάσσονταν μαζί με τα κνιδόζωα στα κοιλεντερωτά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ctenophora < cten(o)- (< κτείς, κτενός) + -phora (< -φόρα, ουδ. του -φόρος < φέρω)].