λεσβιάζω

From LSJ
Revision as of 23:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source

French (Bailly abrégé)

imiter les Lesbiennes.
Étymologie: Λέσβιος.

Greek Monolingual

λεσβιάζω) Λέσβιος
νεοελλ.
(για γυναίκα) έχω την ερωτική διαστροφή τών λεσβιάδων, έχω ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις
αρχ.
1. επιδίδομαι σε στοματικό έρωτα
2. συνθέτω αισχρά ποιήματα, αισχρολογώ ως ποιητής («αὕτη ποθ' ἡ Μοῡσα οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ», Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

λεσβιάζω: следовать лесбосским нравам Arph.