μεγαλοεργός

From LSJ
Revision as of 00:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοεργός Medium diacritics: μεγαλοεργός Low diacritics: μεγαλοεργός Capitals: ΜΕΓΑΛΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: megaloergós Transliteration B: megaloergos Transliteration C: megaloergos Beta Code: megaloergo/s

English (LSJ)

contr. μεγᾰλουργός, όν,

   A = μεγαλοεργής: τὸ μ., = μεγαλοεργία, Plu.Caes.58, Luc.Alex.4, Procl.in Prm.p.663 S., al.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
c. μεγαλουργής.

Greek Monolingual

μεγαλοεργός, -ον (Α)
βλ. μεγαλουργός.

Greek Monotonic

μεγᾰλοεργός: συνηρ. -ουργός, -όν, = μεγαλοεργής, σε Πλούτ.