μεροποσπόρος

From LSJ
Revision as of 22:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεροποσπόρος Medium diacritics: μεροποσπόρος Low diacritics: μεροποσπόρος Capitals: ΜΕΡΟΠΟΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: meropospóros Transliteration B: meroposporos Transliteration C: meroposporos Beta Code: meropospo/ros

English (LSJ)

ον,

   A begetting men, ὥρη Man.4.577.

German (Pape)

[Seite 135] ὥρη, Menschen säend, erzeugend, Maneth. 4, 577.

Greek (Liddell-Scott)

μεροποσπόρος: -ον, ὁ γεννῶν ἀνθρώπους, ὥρη Μανέθων 4. 577.

Greek Monolingual

μεροποσπόρος, -ον (Α)
αυτός που σπέρνει, που γεννά ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέροψ + -οπος «αυτός που έχει έναρθρη φωνή» + σπόρος (πρβλ. παιδο-σπόρος, πυρι-σπόρος)].