Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Full diacritics: μίσοινος | Medium diacritics: μίσοινος | Low diacritics: μίσοινος | Capitals: ΜΙΣΟΙΝΟΣ |
Transliteration A: mísoinos | Transliteration B: misoinos | Transliteration C: misoinos | Beta Code: mi/soinos |
ον,
A hating wine, Hp.Steril.215.
μίσοινος: -ον, ὁ μισῶν τὸν οἶνον, νηφάλιος, Ἱππ. 677. 15.
μίσοινος, -ον (Α)
αυτός που αποστρέφεται το κρασί, την οινοποσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + οἶνος (πρβλ. φίλ-οινος)].