μίσοινος
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
μίσοινον, hating wine, Hp.Steril.215.
Greek (Liddell-Scott)
μίσοινος: -ον, ὁ μισῶν τὸν οἶνον, νηφάλιος, Ἱππ. 677. 15.
Greek Monolingual
μίσοινος, -ον (Α)
αυτός που αποστρέφεται το κρασί, την οινοποσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + οἶνος (πρβλ. φίλοινος)].
German (Pape)
[ῑ], den Wein hassend, Hippocr.