ακροθαλασσιά
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
και ακροθάλασσα, η
η άκρη της θάλασσας κοντά στη στεριά ή η άκρη της στεριάς που βρέχεται από τη θάλασσα, ακρογιαλιά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ακρο- (Ι) + θάλασσα
ο μεταπλασμός αναλογικά προς τη λ. ακρογιαλιά.
ΠΑΡ. ακροθαλασσινός, ακροθαλάσσιος, ακροθαλασσίτης].