αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
ἀκρόχειρ (-χειρος), ο (Α)
1. το μέρος του χεριού από τον καρπό και κάτω
2. ο «ανδροφόνος» (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + χείρ
μεταγενέστερη λ. αντί του ἄκρα χείρ, πρβλ. και ἀκρόπους.