αλατισιά
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
η
1. ποσότητα αλατιού αρκετή για το αλάτισμα ενός φαγητού
2. το μέρος όπου δίνουν στα γιδοπρόβατα αλάτι για φαγητό, η αλαταριά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλάτιση < αλατίζω].