ἀκριτί
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
[τῑ], Adv. of ἄκριτος, Lys.Fr.88: ἀκριτεί, Aq.Je.17.11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρῐτί: [τῑ], ἐπίρρ. τοῦ ἄκριτος, Λυσ. Ἀποσπ. 56, Γραμμ.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): -τεί Aq.Ie.17.11 (Auct.)
adv. sin ser juzgado ἀποθνῄσκειν Lys.Fr.A.5, cf. Aq.l.c.
Greek Monolingual
ἀκριτὶ (Α)
(επίρρ. του επιθ. άκριτος) χωρίς κρίση ή δίκη.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρῐτί: adv. без суда (ἀποθνήσκειν Lys.).