τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
η (Α ἀλευροθήκη)
1. θήκη ή κιβώτιο όπου θέτουν άλευρα για φύλαξη
2. σκάφη του αλευρόμυλου
αρχ.
αποθήκη αλεύρων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄλευρον + θήκη < τίθημι.